- αδιαστροφία
- ηη έλλειψη διαστροφής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδιάστροφος — η, ο (Α ἀδιάστροφος, ον) 1. αυτός που δεν υπέστη ή δεν είναι δυνατόν να υποστεί μεταστροφή, αλλαγή 2. ο μη διαστρεβλωμένος ή παραμορφωμένος, αναλλοίωτος, πραγματικός 3. ο ηθικά υγιής, ο μη διεφθαρμένος αρχ. 1. μη επιδεκτικός στροφής, άκαμπτος,… … Dictionary of Greek